Ένας ελεύθερος κόσμος [ελληνικοί υπότιτλοι]

Ένας ελεύθερος κόσμος
Αυθεντικός τίτλος: It’s a free world
Σκηνοθεσία: Ken Loach
Έτος παραγωγής : 2007
Διάρκεια: 93′
Παίζουν:
Kierston Wareing
Juliet Ellis
Leslaw Zurek

Υπόθεση:
Η Άντζι απολύεται από μια εταιρεία στρατολόγησης φτηνών εργαζομένων από ανατολικές χώρες. Είναι Αγγλίδα, κόρη λιμενεργάτη, και το λέει η καρδιά της. Είναι όμως και χωρισμένη μητέρα ενός 10χρονου παιδιού με χρέη σε κάρτες και δάνεια που τρέχουν. Μαζί με τη συγκάτοικό της, Ρόουζ, αποφασίζουν να γίνουν αφεντικά του εαυτού τους. Στήνουν ένα παράνομο γραφείο ανεύρεσης εργασίας, το οποίο στρατολογεί φτηνούς και βολικούς μετανάστες — εργάτες σε εταιρείες με μεροκάματα πείνας . Σε αντάλλαγμα για αυτές τις “υπηρεσίες” κρατούν ένα μέρος από την αμοιβή των εργατών.
Σε μια διαρκώς πιο ανταγωνιστική κοινωνία-ζούγκλα, όπου η επιβίωση προϋποθέτει έναν αδιάκοπο μοναχικό αγώνα κατά πάντων, η ηρωίδα προσπαθεί να βρει τη θέση της στη βρετανική κοινωνία «κλοτσώντας και σκουντώντας». Αλλά με τι κόστος;

*Η ταινία, λόγω του θέματός της και της πολιτικής της ματιάς, δε βρήκε διανομή στην Αγγλία και βγήκε κατ’ ευθείαν σε dvd!

Το μοιραίο κρυφτό του ρατσισμού

– Μεσημέρι στο Παγκράτι. Ο Γιωργάκης παίζει με την Αννούλα και η μητέρα τους δουλεύει στο σπίτι. Τα παιδιά παρασυρμένα από το παιχνίδι χάνονται και η μάνα τρελαμένη ζητάει βοήθεια από την αστυνομία. Ξεσηκώνεται αμέσως όλη η γειτονιά. Ψάχνουν παντού, φωνάζουν δημοσιογράφους για να κάνουν τις περιγραφές των παιδιών. Ο επικεφαλής των ερευνών εισαγγελέας είναι δίπλα στη μάνα και της δίνει κουράγιο. Χτενίζουν όλη την περιοχή. Μια μέρα αργότερα βρίσκουν τα παιδιά ταλαιπωρημένα και φοβισμένα σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από το σπίτι τους. Είχαν παγιδευτεί σε ένα αφύλαχτο φρεάτιο και δεν μπορούσαν να βγούνε…

– Μεσημέρι στην Ορεστιάδα. Ο Αχμέτ παίζει με τον Αιχάν. Τα παιδιά παρασυρμένα από το παιχνίδι χάνονται και η τσιγγάνα μάνα τρελαμένη ζητάει βοήθεια. Ανακρίνεται και «ομολογεί», δεν μιλάει καλά ελληνικά, είναι τρομοκρατημένη, φοβάται μήπως φταίει ο πατέρας. Ο πατέρας φυλακίζεται ενώ αρνείται τα πάντα. Η αστυνομία βρίσκει και συνεργούς. Κινητοποιούνται όλοι μέσα από τα γραφεία τους και τα τηλέφωνά τους. Ψάχνουν στα σύνορα. Η γειτονιά βλέπει τηλεόραση ανατριχιασμένη. Ωσπου τα παιδιά πεθαίνουν από θερμοπληξία 100 μέτρα από το αστυνομικό τμήμα Ορεστιάδας και 40 μέτρα από την κεντρική πλατεία.

Αστυνομία, τηλεοπτικές εκπομπές ανεύρεσης επιζώντων, εισαγγελείς, δημοσιογράφοι αλλά και το Χαμόγελο του Παιδιού βολεύτηκαν με το σενάριο ότι τα παιδιά πουλήθηκαν από τους ρομά γονείς τους. Από κοντά και τα μέσα ενημέρωσης: «Τσιγγάνα μάνα πουλάει τα παιδιά της», «ο πατέρας πούλησε τα παιδιά με τον κουνιάδο», «κυκλώματα τσιγγάνων εκμεταλλεύονται μικρά παιδιά». Ολα αυτά μαζί με τις υστερικές φωνές αγανακτισμένων πολιτών. Των πολιτών εκείνων που σωπαίνουν όταν δίπλα τους κάποιος γονιός χτυπάει το παιδί του ή το κακοποιεί πάνω σε ένα μεθύσι ή ακόμα και το βιάζει.

Η συλλογική αυτή σιωπή μπροστά στην «ιερή οικογένεια» δεν ισχύει όμως για τα παιδιά μεταναστών ή ρομά. Εκεί ξεφωνίζονται όλα. Ακόμα και μετά το θάνατο των παιδιών οι ηθικοί αυτουργοί του συλλογικού εγκλήματος επιμένουν στα κυκλώματα διακίνησης παιδιών και στα αστυνομικά θρίλερ για να μην υποχρεωθούν να ομολογήσουν ότι άλλο ένα ρατσιστικό έγκλημα διαπράχτηκε κάτω από τα μάτια μας. Αντί να κάνουν όλοι το προφανές, να τρέξουν, να ψάξουν τα δυο παιδιά που έπαιζαν, αντί να θυμηθούν την περίπτωση του Αλέξ, άρχισαν να ερευνούν τα σύνορα και να ενοχοποιούν τους γονείς. Οι αστυνομία απέσπασε ομολογία της μάνας, οι εισαγγελείς προφυλάκισαν τον πατέρα, οι οργανώσεις ψάχνανε τα διεθνή κυκλώματα, οι δημοσιογράφοι ζητούσαν αυστηρότερους νόμους και οι πολίτες έβλεπαν τηλεόραση αγανακτισμένοι με τη συμπεριφορά των τσιγγάνων γονιών.

Μέχρι που τα νεκρά παιδιά άρχισαν να μυρίζουν. Μια μυρωδιά που απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα του ρατσισμού και της αδιαφορίας.

(Ελευθεροτυπία, 21/6/2008)